κέφι

κέφι
το
1. καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη («δεν έχω κέφι σήμερα»)
2. η κατάσταση αυτού που βρίσκεται στην αρχή μέθης, ευθυμία («ήλθε στο κέφι»)
3. φρ. α) «κάνω κέφι» ή «έρχομαι στο κέφι» — ευθυμώ, διασκεδάζω, είμαι ελαφρώς μεθυσμένος
β) «τόν κάνω κέφι», «τήν κάνω κέφι» — μού αρέσει
γ) «πώς πάν' τα κέφια;» — είστε καλά; δ) «κάνει τη δουλειά του με κέφι» — εργάζεται με ζήλο, με ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. keyif «ευθυμία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κέφι — το (λ. τουρκ.), καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη, ευθυμία: Τραγούδησε με πολύ κέφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • άκεφος — η, ο αυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κέφι*. ΠΑΡ. ακεφιά] …   Dictionary of Greek

  • κεφάτος — η, ο [κέφι] αυτός που έχει κέφι, καλή διάθεση, ο ευδιάθετος …   Dictionary of Greek

  • Τζόνσον, Μπεν — (Μπέντζαμιν) (Jonson, Λονδίνο 1572 – 1637). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Από τα βιογραφικά στοιχεία που διασώθηκαν ξέρουμε ότι η ζωή του Τ. δεν ήταν εύκολη: πέρασε από διάφορα επαγγέλματα, σπούδασε στη σχολή του Ουεστμίνστερ, έπαιξε… …   Dictionary of Greek

  • Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 …   Wikipedia

  • María Plytá — (grec moderne : Μαρία Πλυτά) née le 26 novembre 1915 à Thessalonique et décédé le 4 mars 2006 était une réalisatrice et metteur en scène grecque. Elle fut la première femme à réaliser un film en Grèce avec Les Fiançailles en 1950. Elle avait …   Wikipédia en Français

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… …   Dictionary of Greek

  • αερσίνους — ἀερσίνους, ουν (ασυναίρ. νοος, ον) (Α) 1. αυτός που αναπτύσσει τη νοημοσύνη 2. (για το κρασί) αυτός που διεγείρει τον νου, που δίνει κέφι, ζωντάνια, ο διεγερτικός 3. υπερήφανος, φαντασμένος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”